Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΝΤΟΝΑΛΝΤ ΤΡΑΜΠ

Το ταπεινό γραφείο της Γενικής Εισαγγελίας των Η.Π.Α δεν προσέφερε τίποτα από την αίγλη στην οποία είχε συνηθίσει ο Τζον Μίτσελ. Η θέα του Μπρούκλιν από τον ουρανοξύστη είχε αντικατασταθεί από ένα στενό γραφείο, όπου μετά βίας εισχωρούσε λίγο κιτρινισμένο φως από τις γρίλιες του παραθύρου. Η προσοχή του Μίτσελ εκείνη την ημέρα όμως είναι στραμμένη στο μαύρο τηλέφωνο δίπλα του. Γνωρίζει πολύ καλά το φίλο του και είναι σε θέση να αντιληφθεί ότι σύντομα θα τον καλέσει για να του ζητήσει μία χάρη. Δεν είναι στο στυλ του φίλου του να ζητάει χάρες από τους υφισταμένους του. Ο Μίτσελ όμως αποτελεί μία ειδική κατηγορία. Στη διάρκεια της πολύχρονης φιλίας τους θα του ζητήσει τρεις χάρες. Η πρώτη αφορούσε την παραίτησή του από τη δικηγορική εταιρία όπου εργάζονταν μαζί για να αναλάβει την Προεδρική του καμπάνια. Η δεύτερη τον περιμένει στην άλλη μεριά του τηλεφώνου. Η τρίτη θα έρθει λίγα χρόνια αργότερα και θα τον οδηγήσει στην φυλακή εν μέσω κατακλυσμιαίων αποκαλύψεων.

Το 1969 ορισμένες πολιτείες των Η.Π.Α αρνούνται να επιτρέψουν τη λειτουργία μεικτών σχολείων για λευκούς και έγχρωμους 100 χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου. Ο Πρόεδρος γνωρίζει ότι για να έχει σοβαρές ελπίδες επανεκλογής, χρειάζεται τις ψήφους του λευκού συντηρητικού Νότου. Οι αποφάσεις του Ανωτάτου δικαστηρίου και ο φιλελεύθερος τύπος δεν του επιτρέπουν να υποστηρίξει ωστόσο ανοιχτά τις πολιτικές του διαχωρισμού, των οποίων το αδιέξοδο άλλωστε αντιλαμβάνεται πλήρως. Για αυτόν το λόγο θα ζητήσει από το Μίτσελ να χρησιμοποιήσει τη δύναμή του ως Υπουργός Δικαιοσύνης για να διαβεβαιώσει τους Ρεπουμπλικάνους ψηφοφόρους ότι η κυβέρνηση δε θα επιβάλει την επίσπευση της διαδικασίας. Δημοσιογράφοι και ακτιβιστές θα τον πιέσουν να εξηγήσει το παράλογο αυτής της πολιτικής. Μπροστά στο αδιέξοδο ο Μίτσελ θα τους καλέσει να ‘‘Μην δίνουν σημασία στα λεγόμενα της κυβέρνησης αλλά σε όσα αυτή πράττει".

Στην Αμερική περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Δύσης οι πολίτες εκλέγουν όχι κόμμα, αλλά Πρόεδρο. Οι επιτυχημένοι πολιτικοί σε αυτές τις συνθήκες αφουγκράζονται την επιθυμία της πλειοψηφίας και βάσει αυτής ρυθμίζουν τα “βαθιά και αναλλοίωτα” πιστεύω τους. Ο Ομπάμα δήλωνει το 2004 ότι η ιερότητα του γάμου προϋποθέτει τη συμμετοχή ενός άνδρα και μίας γυναίκας. Το 2014 ο Ομπάμα δηλώνει ότι άτομα ίδιου φύλου πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παντρεύονται. Ο Ντόναλντ Τραμπ αντιλαμβάνεται νωρίς ότι για να εκλεχθεί θα πρέπει να γίνει και αυτός επιτυχημένος μάνατζερ συναισθημάτων όπως ο προκάτοχός του. Μελετάει με προσοχή την τακτική των ηγετών του Brexit. Παρατηρεί τον κομμουνιστή Έλληνα Πρωθυπουργό που εφαρμόζει φιλελεύθερα μέτρα χωρίς καμία λαϊκή αντίδραση. Αντιλαμβάνεται ότι για να κάνει τη διαφορά πρέπει και αυτός να ανακατέψει την τράπουλα.

Μέτρα όπως η μείωση φόρων, η αύξηση στις κυβερνητικές δαπάνες για χρηματοδότηση υποδομών και η επιβολή δασμών σε εισαγωγές έχουν εφαρμοστεί κατά καιρούς και δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως κάτι το πρωτόγνωρο. Αντίπαλοί του, οικονομολόγοι και ινστιτούτα προειδοποιούν για διόγκωση χρέους, διαταραχή στα παγκόσμια εμπορικά ισοζύγια και εισοδηματικές ανισότητες. Περίπλοκες έννοιες που προκαλούν κόπωση στο νου. Ο Ντόναλντ Τραμπ δε πιστεύει άλλωστε στην επιστήμη και τα σαθρά μοντέλα της. Η επιστήμη και η διανόηση ταπεινώνουν τον άνθρωπο με την πολυπλοκότητα και την αρτιέπεια τους. Δεν ήταν αυτές που τον έκαναν να επαναφέρει το μεγαλείο της οικογένειάς του. Δεν βοήθησαν τον αδερφό του να αποδράσει από το ποτό στο οποίο τον οδήγησε η μανιώδης πίεση του πατέρα τους. Η πίστη του βρίσκεται στην δύναμη της ψυχής του ανθρώπου. Και το κοινό που τον έφερε στην εξουσία συμφωνεί απόλυτα μαζί του.

Εστιάζοντας στην οικονομική του πολιτική, το πιο διαφημισμένο του σχέδιο είναι η διατήρηση των δουλειών στην Αμερική. Ο Τραμπ συναντάει συχνά τους CEO διάφορων εταιριών και προσπαθεί να τους πείσει να μην μεταφέρουν κομμάτια της μεταποίησης στο εξωτερικό (για να μειώσουν τα κόστη τους). Με αυτήν την κίνηση ωφελούνται οι εργάτες οι οποίοι δεν χάνουν την απασχόλησή τους ενώ ζημιώνονται οι κεφαλαιούχοι μέτοχοι των εταιριών δεδομένης της μείωσης της κερδοφορίας τους. Σημαντικά οικονομικά think tanks (Oxford Economics, Peterson Institute) κριτικάρουν αυτήν την ιδέα αρθρώνοντας το επιχείρημα ότι μέσω αυτής της αυτοδιόρθωσης της παγκόσμιας οικονομίας αυξάνεται το παγκόσμιο προϊόν και οι εργάτες οι οποίοι χάνουν τις δουλειές τους μπορούν να μετακινηθούν σε άλλες βιομηχανίες με κάποια μετεκπαίδευση ή σε κάποια άλλη περιοχή όπου υπάρχει εργασία. Ο Τραμπ γνωρίζει φυσικά ότι αυτές οι προοπτικές αφήνουν αδιάφορο τον μέσο Αμερικανό και ο ίδιος προσωπικά δεν ενδιαφέρεται για την παγκόσμια αποτελεσματικότητα της οικονομίας αλλά μόνον για αυτή των Η.Π.Α. Σε αυτό το σημείο εκμεταλλεύεται αριστουργηματικά τις διαφωνίες μεταξύ των πρωτοκλασάτων οικονομολόγων για το κατά πόσον η ίδια η παγκοσμιοποίηση βοηθάει το επίπεδο ζωής του μέσου πολίτη στη Δύση.

Εκεί όπου φαίνεται να υπάρχει συμφωνία για το παράλογο των προτεινόμενων αλλαγών είναι στην επιβολή δασμών για συγκεκριμένα εισαγόμενα προϊόντα, στους επικείμενους νομισματικούς πολέμους και στην απαγόρευση εισόδου μεταναστών από συγκεκριμένες χώρες. Το κοινό στοιχείο των τριών μέτρων αποτελεί ο θόρυβος τον οποίο προκαλούν και η έλλειψη ουσίας. Οι προτεινόμενοι δασμοί της τάξεως του 40% είναι απλά ανέφικτοι και τα αντίποινα διαλυτικά. Και είναι σαφές ότι στην ανθρώπινη ιστορία κανένα τείχος και καμία διαταγή δε σταμάτησε τη μετακίνηση απελπισμένων μαζών. Το μήνυμα του Ντόναλντ Τραμπ είναι απλό. Η Αμερική δε χρωστάει σε κανέναν αλλά αντίθετα είναι θύμα εκμετάλλευσης της παγκοσμιοποίησης. Ο πλανήτης θα πρέπει να πληρώνει φόρο στον παγκόσμιο αστυνόμο και ο μέσος Αμερικανός παρά την πολυδιαφημισμένη ολιγόνοια του δεν έχει κάνει λάθος σε τίποτα.

Η ίδια η παγκόσμια κοινότητα αντιδρά σπασμωδικά και εμφανίζεται μπερδεμένη. Η περιφρόνηση της στο κοινό το οποίο εξέλεξε αυτόν τον ανισσόροπο ηγέτη πεισμώνει ακόμα περισσότερο τους υποστηρικτές του. Ο πλανήτης διαμαρτύρεται σε κάθε ευκαιρία για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό αλλά τρομάζει μπροστά στην προοπτική μίας υπερδύναμης η οποία στρέφεται στον προστατευτισμό. Ο νέος Πρόεδρος ενστερνίζεται την αγανάκτηση του κόσμου προς αυτή την ιδιότυπη δικτατορία της ιντελιγκέντσιας. Το είδε να χτίζεται σιγά και αθόρυβα μέσα στις δεκαετίες. Είδε το κομπορρήμον κουλτουριάρικο κομμάτι της κοινωνίας να συμμαχεί με τις κατεστημένες ελίτ στην προσπάθεια ελέγχου των στρατιών “ηλιθίων”, οι οποίοι δεν δύνανται να αντιληφθούν τους κινδύνους του εξτρεμισμού και τα οφέλη της διατήρησης των υφιστάμενων, περιορισμένων έστω, ανέσεων οι οποίες αρμόζουν στην κατώτερη παιδεία τους.

Στο πλαίσιο αυτό προβαίνει σε σειρά ανέξοδων εντυπωσιασμών είτε σε προσωπικό επίπεδο είτε χρησιμοποιώντας τους δικούς του Μίτσελ. Θα χλευάζει σε κάθε ευκαιρία τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης και θα κάνει πομπώδεις δηλώσεις με αφηρημένα εφαρμοστικά πλαίσια. Γνωρίζει καλά ότι ο κοινωνικός αφρός της σοβαροφάνειας και του καθωσπρεπισμού θα τον αντιμετωπίζει πάντα ως μία λαϊκιστική παρένθεση. Η δική του δύναμη όμως δε βρίσκεται στα στεγνά νούμερα των ινστιτούτων ούτε στις αοριστίες των μίντια. Ο Ντόναλντ Τραμπ θα ακολουθήσει την πολιτική του παγκόσμιου εθνικολαικισμού. Θα πείσει το μέσο πολίτη να μην ντρέπεται για την απλότητα της ύπαρξής του και να μη νιώθει τύψεις για την αδυναμία του να κατανοήσει τα οφέλη του νεωτερικού κύματος. Και αν το τίμημα για όλα αυτά είναι η μείωση του βιοτικού επιπέδου δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Όπως θα έλεγε και ίδιος καθησυχαστικά: ‘‘It’s gonna be great"

ΗΠΑ,ΤΡΑΜΠ, ΦΑΝΗΣ, ΒΑΡΤΖΟΠΟΥΛΟΣ, Free Sunday