ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
Το εγχείρημα ήταν φιλόδοξο από την αρχή, όταν ξεκίνησε σαν μια ένωση άνθρακα και χάλυβα ανάμεσα σε λίγα κράτη του Βορρά. Ουδείς θα προέβλεπε αυτό που θα ακολουθούσε. Χώρες που αποστράγγιζαν τις κραταιές αυτοκρατορίες τους κάθισαν στο ίδιο τραπέζι με τα φιλήσυχα κράτη της Σκανδιναβίας και της Μεσογείου. Παλιές δημοκρατίες υιοθέτησαν ένα κοινό σύστημα κανόνων με χώρες που μόλις είχαν αποδράσει από τη λαίλαπα του ολοκληρωτισμού. Δεκάδες γλώσσες, θρησκείες, πολιτισμοί δέχτηκαν να παραδώσουν ένα κομμάτι της αυτοδιάθεσής τους στο ιερατείο των Βρυξελλών.
Η συνεχής πάλη ανάμεσα στις διάφορες σχολές σκέψης της Ε.Ε. επικεντρώνεται στον βαθμό εμβάθυνσης της ενοποίησης, με τις διάφορες μορφές που αυτή λαμβάνει στο πολιτικό, στο οργανωτικό και κυρίως στο οικονομικό κομμάτι. Μια μεγάλη κριτική ξένων ηγετών επικεντρώνεται στην αδυναμία ύπαρξης ισχυρής ένωσης χωρίς κοινή οικονομική πολιτική. Η τελευταία κρίση ξεσκέπασε την ανεπάρκεια της Ευρώπης σε αυτό το θέμα, η οποία οδήγησε στην κρίση χρέους, τη στιγμή που άλλες μεγάλες οικονομίες διάβαιναν τον δρόμο της ανάκαμψης.
Τι σημαίνει, ωστόσο, κοινή οικονομική πολιτική; Για την πλειοψηφία των πολιτών αυτή συνεπάγεται ένα κοινό νόμισμα και κατ’ επέκταση κοινή νομισματική πολιτική. Στην Ε.Ε., όμως, κάτι τέτοιο δεν είναι υποχρεωτικό, με πολλές χώρες να επιλέγουν τα δικά τους συστήματα. Υπάρχουν, εντούτοις, δύο βασικές πτυχές οι οποίες αναγνωρίζονται ως απαραίτητες για τη μελλοντική οικονομική ενοποίηση και οι οποίες έχουν σε μεγάλο βαθμό εφαρμοστεί. Οι τράπεζες της Ε.Ε. υπόκεινται σε έναν κοινό εποπτικό μηχανισμό άμεσα ή έμμεσα ανάλογα με το ειδικό τους βάρος και με το επίπεδο συνεργασίας της εθνικής τους εποπτικής αρχής με την ΕΚΤ. Παράλληλα, την τελευταία δεκαετία έγιναν τα απαραίτητα βήματα για τη δημιουργία ενός κοινού μηχανισμού αναδιάρθρωσης των τραπεζών σε περιόδους κρίσεων.
Είναι ηλίου φαεινότερο πως σκοπός των Βρυξελλών είναι να μπορεί η Ευρώπη να αντιδρά απέναντι στις μελλοντικές προκλήσεις ταχύτερα και χωρίς παλιμπαιδισμούς. Στο παρελθόν οι διαφορετικές πολιτικές των εκάστοτε εθνικών εποπτικών αρχών δημιουργούσαν μια αίσθηση αδυναμίας συνεννόησης και αναποτελεσματικότητας. Για τη μελλοντική ολοκλήρωση, ωστόσο, της τραπεζικής ένωσης υπάρχει και ένας τρίτος πυλώνας, ο οποίος μέχρι σήμερα έχει προκαλέσει τις μεγαλύτερες αντιδράσεις και αφορά την καθιέρωση ενός κοινού μηχανισμού προστασίας των καταθέσεων των Ευρωπαίων πολιτών.
Οι πειθαρχημένες χώρες του Βορρά ήταν ανέκαθεν ενθουσιώδεις με τους δύο πρώτους πυλώνες, αφού τους αντιλαμβάνονταν ως μια μέθοδο ελέγχου των τραπεζών σε χώρες με πιο ασταθείς οικονομίες. Η προστασία των καταθέσεων, όμως, θα προϋπέθετε χρήματα των φορολογουμένων στη Φινλανδία και στη Γερμανία να εγγυώνται τις αποταμιεύσεις των Ελλήνων και των Ιταλών όταν οι προβληματικές τους τράπεζες θα φαλίριζαν. Σε αυτή την ιδέα η γερμανική κυβέρνηση έχει επιδείξει σημαντικές επιφυλάξεις μέχρι και σήμερα. Κάτι, ωστόσο, φαίνεται να αλλάζει.
Η τραπεζική κρίση της Κύπρου, στην οποία έγινε για πρώτη φορά ένα μεγάλης κλίμακας bail in, προκάλεσε σοκ και δέος σε όλο τον κόσμο. Η οδηγία 2014/59 επισημοποίησε ότι στο μέλλον καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ θα αντιμετωπίζονται ουσιαστικά ως επένδυση των καταθετών προς την τράπεζα και θα υπόκεινται σε κούρεμα, όπως τα ομόλογα και τα δάνεια. Η προστασία των χαμηλότερων καταθέσεων θα αφορούσε ένα κοινό ταμείο το οποίο θα δημιουργούνταν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η προσπάθεια αυτή δεν ευόδωσε μέχρι σήμερα, κυρίως λόγω των αντιρρήσεων από τη γερμανική πλευρά. Ωστόσο, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Όλαφ Σολτς, φάνηκε να αποδέχεται μια τέτοια λύση πριν από λίγες εβδομάδες, με σημαντικές, εντούτοις, παραλλαγές.
Γνωρίζοντας ότι μια απλή αποδοχή της πρότασης δεν είναι πολιτικά εύηχη, πρότεινε ένα νέο πλαίσιο, βάσει του οποίου οι εθνικές εποπτικές αρχές θα χρησιμοποιούν ίδια μέσα για την εξασφάλιση των καταθέσεων και το κοινό ταμείο θα επεμβαίνει όταν αυτά εξαντλούνται με διμερή δάνεια. Παράλληλα, συμπληρωματικά μέτρα, όπως ο έλεγχος του ποσοστού εθνικών ομολόγων που διακατέχουν οι περιφερειακές τράπεζες, το οποίο αυξήθηκε σημαντικά μετά την ευρωπαϊκή κρίση χρέους, δίνουν το στίγμα των προθέσεων της γερμανικής πλευράς. Μια τέτοια κίνηση θα ευνοούσε τις δημοσιονομικά ισχυρότερες χώρες και θα ανάγκαζε τις τράπεζες των πιο χρεωμένων κρατών να πουλήσουν εγχώρια εθνικά ομόλογα και να αγοράσουν τα ανάλογα του Βορρά.
Για να πετύχει μακροπρόθεσμα η Ε.Ε. τον στόχο της κοινής οικονομικής και νομισματικής πολιτικής, η τραπεζική ένωση πρέπει να επιταχυνθεί, ούτως ώστε να εξαλειφθεί η εσωστρέφεια και η τάση των καταθέσεων να μετακινούνται στις ασφαλέστερες χώρες κάθε φορά που υπάρχει μια νέα κρίση. Η γερμανική πλευρά δείχνει τη συνηθισμένη επιφυλακτικότητα που τη χαρακτηρίζει σε όλα τα θέματα σχετικά με την κοινή οικονομία. Είναι ειρωνικό υπό μία έννοια ότι οι γερμανικές τράπεζες, όπως η Deutsche και η Commerzbank, είναι σε οικτρή κατάσταση μετά από συνεχή κακοδιαχείριση. Η Ευρώπη, ωστόσο, εξαρτάται περισσότερο από τον τραπεζικό τομέα σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Αγγλία, αφού οι τράπεζες αποτελούν την κύρια πηγή χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις ελλείψει μιας δυναμικής αγοράς κεφαλαίων. Η επικείμενη αποκόλληση του Σίτι του Λονδίνου λόγω Brexit θα καταστήσει την ανεπάρκεια αυτή ακόμα πιο προφανή.
Κάθε φορά που κανείς αναλύει τις προοπτικές της Ε.Ε., το μόνο που διακρίνει στον ορίζοντα είναι τα μαύρα σύννεφα μιας επερχόμενης καταιγίδας. Τα γονίδια της Ένωσης, ποτισμένα στις μνήμες των πολέμων, του φασισμού και της σοβιετίας, έχουν μια απαράμιλλη δυνατότητα να αντέχουν στο σφυροκόπημα. Σο ζήτημα της οικονομικής και τραπεζικής ένωσης, όμως, απαιτείται ένα βήμα πίστης από τις ισχυρότερες κυρίως χώρες, για να προχωρήσει επιτέλους η ήπειρος μπροστά. Σε αντίθετη περίπτωση, ο φαύλος κύκλος τραπεζών-ζόμπι και χρεωμένων οικονομιών θα συνεχίσει να κανιβαλίζει τις προοπτικές ανάπτυξης των πραγματικά υγιών επιχειρήσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να κρατήσουν την Ευρώπη στο παγκόσμιο προσκήνιο.