Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΧΑΜΗΛΩΝ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ

Σημαντικές οικονομικές δυσκολίες και λανθασμένες στρατηγικές είχαν οδηγήσει από χρόνια την άλλοτε εταιρία κολοσσό στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Το τελευταίο έτος η διοίκηση της Nokia βασίστηκε σε βραχυπρόθεσμο δανεισμό ώστε να κρατηθεί η εταιρία ζωντανή. Οι οίκοι αξιολόγησης είχαν ήδη προληπτικά οδηγήσει σε υποτίμηση το αξιόχρεο αυτών των εκδόσεων ούτως ώστε να προειδοποιήσουν τους επενδυτές για το επερχόμενο ρίσκο. Σε τέτοιες συνθήκες το επιτόκιο αυτών των ομολόγων πρέπει να είναι υψηλό ώστε να ανταμειφθούν οι αγοραστές για τον κίνδυνο χρεοκοπίας. Για πρώτη φορά ωστόσο στα χρονικά η αγορά είδε μία εταιρία με πολύ δυσμενή οικονομικά δεδομένα να δανείζεται όχι απλά με χαμηλό αλλά με αρνητικό επιτόκιο.

Η πρόθεση επενδυτών να πληρώνουν για να δανείσουν μία ασθμαίνουσα επιχείρηση αποτελεί για το κόσμο των αγορών μία αλλαγή παραδείγματος με σεισμικές επιπτώσεις. Ο ένας μετά τον άλλο κρίσιμοι μακροοικονομικοί δείκτες αλλά και πιο εξειδικευμένα προϊόντα παρουσιάζουν μία εικόνα η οποία πριν ένα χρόνο θα θεωρούταν αδύνατη. Η απόκλιση των δεδομένων αυτών με τον ορθολογισμό της οικονομικής επιστήμης είναι τόσο πρόδηλη ώστε κάποιοι να μιλούν για μία νέα κανονικότητα. Η δύναμη της παγκόσμιας οικονομίας τα τελευταία χρόνια θα έπρεπε να έχει οδηγήσει σε άνοδο στα επίπεδα τιμών και μισθών με τη συνεπακόλουθη αύξηση των επιτοκίων να επιβραδύνει την εξέλιξη αυτή. Αυτό δε συνέβη ποτέ για λόγους που σχετίζονται με τις πολυσχιδείς μεθόδους αντιμετώπισης της τελευταίας μεγάλης κρίσης αλλά και με τη σύγχρονη δομή των αγορών.

Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων οι αναπτυγμένες οικονομίες χρησιμοποιούν μία σειρά πολιτικών από αρνητικά επιτόκια μέχρι και ποσοτική χαλάρωση. Πιο δυναμικές οικονομίες όπως οι αγγλοσαξονικές αλλάζουν ρότα και βαίνουν σε μειώσεις επιτοκίων με την αγορά να οδηγεί τις αποτιμήσεις βάσει της επιβράδυνσης του οικονομικού κύκλου. Στην εποχή όπου η Ελλάδα δανείζεται φτηνότερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες και ομόλογα κατώτατης πιστοληπτικής αξιολόγησης φέρουν αρνητικά επιτόκια ο κόσμος οφείλει να επαναπροσδιορίσει τις μέχρι σήμερα εμπεδωμένες αντιλήψεις για την έννοια του κεφαλαίου και των περιουσιακών στοιχείων στην οικονομία.

Στις επιπτώσεις των χαμηλών επιτοκίων συμπεριλαμβάνεται η διαπίστωση ότι οι προοπτικές ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας συνδέονται έμμεσα με τις προσδοκίες των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων αποδόσεων των ομολόγων. Όταν αυτά κινούνται σε χαμηλά επίπεδα υπονοούν την έλλειψη πίστης των αγορών για ανάπτυξη ανάλογης των προηγούμενων δεκαετιών. Τα περιθώρια αντίδρασης σε μία αρνητική τροπή του οικονομικού κλίματος είναι επίσης σημαντικά περιορισμένα καθότι το βασικό όπλο της νομισματικής πολιτικής που είναι η μείωση του βασικού επιτοκίου είναι πρακτικά εξουδετερωμένο. Αυτό σημαίνει ότι η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να αναλάβει το βάρος της υποστήριξης της οικονομίας στο μέλλον με τις ανάλογες επιπτώσεις που αυτό θα έχει στο δημόσιο δανεισμό.

Η αξία των περιουσιακών στοιχείων επηρεάζεται άμεσα από το μελλοντικό κόστος του χρήματος. Όσο χαμηλότερο το κόστος αυτό τόσο υψηλότερη η παρούσα αξία τους καθότι είναι πιθανότερο η προσδοκώμενη αξία των χρηματοροών που απορρέουν από την αξιοποίησή τους να παραμείνει σημαντική στο μέλλον. Φυσική απόρροια αυτού είναι ότι όσοι έχουν συγκεντρώσει πλούτο σήμερα έχουν ένα φυσικό πλεονέκτημα καθότι οι συρρικνωμένες οικονομικές προσδοκίες θα καταστήσουν τις ευκαιρίες κέρδους πιο σπάνιες και πιο δύσκολες. Οι συνεπαγόμενες επιπτώσεις στην κοινωνική κινητικότητα και τη δυναμική του κεφαλαίου, λυδία λίθος της υγείας του καπιταλισμού, θα οδηγήσουν πιθανώς στην αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητας του νεοφιλελεύθερου μοντέλου.

Η χαμηλότερη απόδοση του κεφαλαίου μετατρέπει επενδύσεις που παλαιότερα φάνταζαν υπερβολικές σε αξιόλογα επιχειρηματικά σχέδια αφού ακόμα και μικρές βελτιώσεις στις αποδόσεις τους θα είναι πολύτιμες σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων. Περιουσιακά στοιχεία όπως η αγορά ακινήτων με σταθερή ζήτηση και περιορισμένη προσφορά θα συνεχίσουν λογικά στο μέλλον να ανατιμώνται πέρα από τα ήδη υψηλά επίπεδα που έχουν βρεθεί τη τελευταία δεκαετία κυρίως στις παγκόσμιες μεγαλουπόλεις. Η μαζική μετανάστευση από τον αναπτυσσόμενο και το τρίτο κόσμο και η γενική αύξηση του πληθυσμού σε συνδυασμό με τη στασιμότητα των μισθών που προκαλεί η έλλειψη πληθωριστικών τάσεων θα οδηγήσει σε ταξική και διαγενεακή ένταση. Στην τελευταία επίπτωση θα συνεισφέρει και η κρίση στην οποία θα υπεισέλθουν με μαθηματική ακρίβεια πολλά συνταξιοδοτικά συστήματα παγκοσμίως τα οποία είχαν υπολογίσει τις παροχές στις οποίες δεσμεύτηκαν με ένα επίπεδο αποδόσεων των αγορών το οποίο σήμερα αποδεικνύεται απατηλό. Η κοινωνία θα πρέπει να επιλέξει έτσι ανάμεσα στη μερική τουλάχιστον φτωχοποίηση των νέων ή των συνταξιούχων. Οι άνθρωποι σίγουρα θα πρέπει να παραμένουν παραγωγικοί για μεγαλύτερο διάστημα της ζωής τους.

Τι μπορεί να διασώσει την οικονομία από αυτό το δυσοίωνο τέλμα; Μία τεχνολογική επανάσταση που θα οδηγούσε σε έκρηξη της καινοτομίας και σε ανακατανομή του παραγωγικού μοντέλου είναι μία απάντηση προφανής. Εργαλεία πολιτικής όπως η χορήγηση μετρητών στους πολίτες για την αύξηση της κατανάλωσης με σκοπό την ενεργοποίηση της ανάπτυξης είναι όλο και πιο δημοφιλή στις «προοδευτικές» οικονομικές σχολές σκέψης. Ίσως πάλι αυτή να είναι η μοίρα των πολιτισμών που φτάνουν στην ακμή των δυνατοτήτων τους. Η έλλειψη οράματος για μελλοντική ανάπτυξη μπορεί να αποτελεί ένα κάλεσμα ωρίμανσης και εναρμόνισης με μία ανέστια οικονομία στην οποία η πίτα δε θα αυξάνεται πλέον® Και πιθανότατα αυτό να είναι το αληθινό τίμημα για την αειφόρο βιώσιμη ύπαρξη που πολλοί ευαγγελίζονται.

επιτοκια, κεφαλαιο,επενδυσεις,Free Sunday