ΜΙΑ ΑΒΕΒΑΙΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ

«Όλα αυτά τα έκανα… για να καταλάβουν πως οδήγησαν τους Έλληνες να διαλύσουν την Τουρκία. Από τότε όµως που οι Έλληνες έγιναν κράτος πίστευα ότι μπορούσαν να κρατήσουν ό,τι ελληνικό υπάρχει, για να σταματήσει για πάντα ο πόλεµος µεταξύ µας. Γι’ αυτό επιζητώ την ελληνοτουρκική φιλία». Για τον Κεμάλ Ατατούρκ το σύμφωνο ελληνοτουρκικής φιλίας του 1930 ήταν το επιστέγασμα μίας μακράς πορείας μετά το τέλος της μικρασιατικής εκστρατείας ή του απελευθερωτικού αγώνα από την τουρκική οπτική. Η συνθήκη της Λωζάνης του 1923 είχε ήδη βάλει ταφόπλακα στα οράματα του Οθωμανισμού και της Μεγάλης Ιδέας. Βενιζέλος και Κεμάλ ξόδεψαν την επόμενη δεκαετία προσπαθώντας να πείσουν τη κοινή γνώμη των δύο λαών για το οριστικό αυτής της εξέλιξης.

Οι δεκαετίες πέρασαν και οι ισορροπίες άλλαξαν. Είναι σήμερα δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η μικρή Ελλάδα αποτελεί υπαρξιακή απειλή για την πολυπληθέστερη, μεγαλύτερη και ισχυρότερη Τουρκία όπως έναν αιώνα πριν. Στα μάτια πολλών Τούρκων ωστόσο η Ελλάδα είναι κατά μία έννοια ο δούρειος ίππος της χριστιανικής δύσης που με τη πρόφαση του Ευρωπαϊσμού θέλει να αναγκάσει την Τουρκία να παραιτηθεί από τις ηγεμονικές της δυνατότητες. Ακόμα και στις πιο φιλοευρωπαϊκές της στιγμές άλλωστε η Τουρκία δεν έκρυβε ότι ήθελε να εισέλθει στην ΕΕ εν πολλοίς με τους δικούς της όρους χωρίς να αναγνωρίσει π.χ. τη γιγαντιαία κουρδική μειονότητα.

Κινητήριος μοχλός για αυτή τη μετάλλαξη θεωρείται ο Ερντογάν και οι σουλτανικοί του οραματισμοί με παλάτια, νεποτισμό, διαφθορά και παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το συμπέρασμα αυτό βασίζεται προβλέψιμα στην πεποίθηση ότι τα έθνη ορίζονται από την ιδιοσυγκρασία του εκάστοτε ηγέτη. Τις περισσότερες φορές ωστόσο η κύρια προσπάθεια των εκλεγμένων κυρίως ηγετών είναι να καταλαμβάνουν τον πολιτικό χώρο που διαμορφώνεται από την εκάστοτε πραγματικότητα και να ορίζουν βάσει αυτού το όραμά τους. Αυτό έκανε η Μέρκελ όταν προσκάλεσε εκατομμύρια μετανάστες στη Γερμανία αλλά και ο Τραμπ όταν κατηγόρησε την Κίνα για το εμπορικό έλλειμα των ΗΠΑ.

Η αλλαγή που συντελέστηκε τα τελευταία 20 χρόνια και στην οποία βασίζεται εν πολλοίς ο Ερντογάν είναι η οικονομική γιγάντωση της Τουρκίας, η οποία την καθιστά την ισχυρότερη χώρα της περιοχής και έρχεται να προστεθεί στα άλλα αντικειμενικά πλεονεκτήματα όπως η γεωγραφική τοποθεσία και η λαβωμένη έστω εικόνα ενός μουσουλμανικού κράτους που αντιπαθεί τον ακραίο ισλαμισμό. Τα δεδομένα δεν μπορούν παρά να προκαλούν προβληματισμό. Το 1980 το ΑΕΠ της Τουρκίας ήταν 20% μεγαλύτερο από της Ελλάδας έχοντας περίπου τετραπλάσιο πληθυσμό. Το 2000 to ΑΕΠ της Τουρκίας είχε ήδη γίνει διπλάσιο από της Ελλάδας με 6 φορές μεγαλύτερο πληθυσμό. Σήμερα η διαφορά έχει εκτοξευθεί με την Ελλάδα να έχει μόλις το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της Τουρκίας και μόλις το ένα όγδοο του πληθυσμού. Στα μέσα του αιώνα ο πληθυσμός της Ελλάδος θα είναι τουλάχιστον 10 φορές μικρότερος και σύμφωνα με το ΔΝΤ το ονομαστικό ΑΕΠ της Τουρκίας θα έχει γίνει 11 φορές μεγαλύτερο με σχετικά συντηρητικές υποθέσεις.

Ακόμα και αν υποτεθεί ότι η Τουρκία ξοδεύει το μισό ποσοστό επί του προϋπολογισμού σε σχέση με την Ελλάδα (σήμερα είναι περίπου στο ίδιο επίπεδο) εύλογα αντιλαμβάνεται κανείς ότι οποιαδήποτε συζήτηση για ισορροπία ή έστω λογική σύγκριση εξοπλισμών είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας. Με αυτό το δεδομένο οι συζητήσεις που είχαν το 1978 ο Καραμανλής με τον Ετσεβίτ πραγματοποιήθηκαν σε μία σαφώς ευνοϊκότερη ισορροπία δυνάμεων σε σχέση με αυτή που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες πρωθυπουργοί σήμερα και ακόμα περισσότερο στο μέλλον. Η Τουρκία είναι μία χώρα με νεότερο πληθυσμό και ισχυρές προοπτικές ανάπτυξης που σύμφωνα με εκτιμήσεις θα γίνει μία από τις 10 πλουσιότερες χώρες του κόσμου βάσει ΑΕΠ έως το 2050. Ο Ερντογάν έδωσε μεγάλη έμφαση κατά τη διακυβέρνηση του σε αυτήν ακριβώς την ανάπτυξη αντιλαμβανόμενος ότι η μεγέθυνση των δυνατοτήτων της οικονομίας και του κράτους είναι ο παράγοντας που μπορεί να αλλάξει τους όρους του παιχνιδιού και να μετατρέψει την Τουρκία από μία μικρή αναδυόμενη οικονομία σε μεγάλη περιφερειακή δύναμη.

Οι πρόσφατες οικονομικές δυσκολίες της Τουρκίας είναι σίγουρα σημαντικές και την έχουν ωθήσει σε πολεμικές περιπέτειες για εσωτερικούς σε μεγάλο βαθμό λόγους. Αυτό κάνει πολλούς να αναθαρρούν πιστεύοντας ότι η πλάστιγγα θα γείρει ενάντια στη γείτονα. Η αλήθεια είναι ότι κοιτώντας κανείς την μεγάλη εικόνα θα διαπιστώσει ότι για τον Ερντογάν το «γαία πυρί μιχθήτω» δεν ήταν ποτέ ρεαλιστική επιλογή αφού γνωρίζει να υπερκερνάει μαεστρικά τα όποια εμπόδια όταν δεν μπορεί πλέον να επιβληθεί όπως έγινε το 2001 με το ΔΝΤ. Η οικονομική κρίση αφορά κυρίως θέματα δανεισμού σε ξένο νόμισμα και πληθωριστικών πιέσεων και όχι μία δομική αδυναμία της οικονομίας της οποίας οι προοπτικές παραμένουν ισχυρές. Είναι αστείο να μιλάει κανείς για συστημικό κίνδυνο όταν το χρέος της Τουρκίας είναι σε απόλυτο αριθμό μικρότερο από αυτό της Ελλάδος παρά τη τεράστια διαφορά στα μεγέθη της οικονομίας. Υπάρχουν φυσικά άλλα θέματα όπως η διαφορά πλούτου ανατολής και δύσης, η νομισματική αστάθεια, το κουρδικό ζήτημα, η κατά κεφαλή δαπάνη για υγεία και παιδεία, κ.α. τα οποία σίγουρα αποτελούν πηγές προβληματισμού. Αυτά ωστόσο είναι κυρίως ζητήματα εσωτερικά τα οποία δεν εμποδίζουν την ηγεσία να ασκεί μία επιθετική εξωτερική πολιτική.

Σε αυτό το πλαίσιο η σχέση Ελλάδος – Τουρκίας είναι πιθανό τις επόμενες δεκαετίες να μοιάζει πιο πολύ με αυτές της Κίνας με τη Ταιβάν ή της Ρωσίας με την Ουκρανία και την Εσθονία. Μία μεγάλη ισχυρή στρατιωτικά χώρα που τρομοκρατεί συστηματικά τoν αδύναμο γείτονα της ο οποίος βασίζεται αναγκαστικά σε συμμαχίες για την ασφάλεια του. Υπό αυτήν την οπτική η ευρωπαϊκή κατεύθυνση της Ελλάδος, η οποία για ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού τέθηκε υπό αμφισβήτηση το 2015, δεν αποτελεί πολιτική, οικονομική ή πολιτισμική επιλογή αλλά υπαρξιακή αναγκαιότητα. Τη στιγμή που ο Ερντογάν στέκεται ευσταλής δίπλα στους ηγέτες Αμερικής και Ρωσίας η Ελλάδα μπορεί μόνο να χρησιμοποιεί τις διπλωματικές οδούς και να επαφίεται στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη.

Παρά ταύτα η συντροφικότητα των στρατιωτικών και πολιτικών μας συμμάχων δεν είναι ατέρμονη και η επίκληση για οποιαδήποτε βοήθεια πρέπει να γίνεται τρόπο έμμετρο και αφού πρώτα έχουν εξαντληθεί όλα τα ίδια μέσα. Παράλληλα αν και εφόσον συνεχιστεί η απόκλιση στη σχετική δύναμη των δύο χωρών, ίσως θα ήταν σοφό η Ελλάδα να επιδιώξει μία νέα ρεαλπολιτίκ χωρίς μαξιμαλισμούς ούτως ώστε να γίνει επιτέλους πραγματικότητα η επιθυμία του Βενιζέλου και του Κεμάλ. Σε αντίθετη περίπτωση ο Ελληνισμός κινδυνεύει τις επόμενες δεκαετίες να βρεθεί ίσως για πρώτη φορά πίσω από την Τουρκία στον Ιστορικό χρόνο.

Ε.Ε., Ερντογαν , Τουρκια, Ελληνοτουρκικα, ΕΥΡΩΖΩΝΗ,,Free Sunday